- εὐέκνιπτος
- εὐέκνιπτοςeasy to wash outmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευέκνιπτος — εὐέκνιπτος, ον (Α) (για χρώμα) αυτός που εξαλείφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ νιπτος (< εκ νίζω «εξαλείφω»)] … Dictionary of Greek
ευέκπλυτος — εὐέκπλυτος, ον (Α) 1. ευέκνιπτος 2. αυτός που ξεπλένει, καθαρίζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ πλυτος (< εκ πλύνω)] … Dictionary of Greek